προσόψι

προσόψι
το
ειδικό ύφασμα για σκούπισμα του προσώπου, αλλ. πετσέτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσόψι(ο) — το / προσόψι(ον), ΝΜ [προσόψιος] πετσέτα για το πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • πρόσοψι — πρόσοψις appearance fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμάξιον — τὸ, Α [μάσσω] προσόψι, πετσέτα …   Dictionary of Greek

  • πεσκίρι — το (λ. τουρκ.), προσόψι, πετσέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετσέτα — η (λ. ιταλ.), προσόψι, το: Καθένας στο τραπέζι έχει την πετσέτα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”